- επιστωμύλλομαι
- ἐπιστωμύλλομαι (Α)προσπαθώ να ξεπεράσω τους άλλους στα πειράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στωμύλλομαι «φλυαρώ» (< στωμύλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστωμύλλομαι — ἐπί στωμύλλω to be talkative pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)